αναπτοώ

αναπτοώ
ἀναπτοῶ (-εω) και ποιητ. ἀναπτοιέω (Α) [πτοῶ]
1. κατατρομάζω κάποιον
2. παθ. κυριεύομαι από τρόμο ή ταραχή, τρομάζω, ταράζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”